λευκοδιαπίδυση

λευκοδιαπίδυση
η
φυσιολ. η ενεργητική μετανάστευση λευκών αιμοσφαιρίων από τα τριχοειδή στους ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucopedesis < νεολατ. leucopedesis < leuc(o)- (< λευκ[ο]-*) + -pedesis (< πίδυση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”